- λεμφαδένα
- lenf bezi, lenf düğümü
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
αδενίτιδα — Φλεγμονή των λεμφικών γαγγλίων. Η α. προέρχεται από φλεγμονή η οποία αρχίζει στην περιοχή των λεμφικών αγγείων που καταλήγουν στο γάγγλιο και, ανάλογα με την εντόπισή της, διακρίνεται σε τραχηλική, τραχειοβρογχική, μασχαλιαία, βουβωνική κλπ. Η… … Dictionary of Greek
αδενόγραμμα — το Ιατρ. ποσοτικό και ποιοτικό αποτέλεσμα τής κυτταρολογικής εξετάσεως επιχρίσματος που έχει ληφθεί με παρακέντηση από λεμφαδένα … Dictionary of Greek
περιαδενίτιδα — η ιατρ. φλεγμονή τού συνδετικού ιστού που περιβάλλει έναν λεμφαδένα … Dictionary of Greek
λεμφώματα — Κακοήθη νεοπλάσματα (καρκίνοι) του λεμφικού ιστού. Ταξινομούνται ανάλογα με την ιστολογική τους εικόνα. Ο πιο συνηθισμένος τύπος λ. σε νέους ανθρώπους είναι η νόσος του Hodgkin. Όλοι οι υπόλοιποι κακοήθεις όγκοι του λεμφικού ιστού είναι γνωστοί… … Dictionary of Greek